Ο Θωμάς Καλέσης εκμυστηρεύεται:
Άσχημη αυτή η ημέρα. Βαριά, μουντή, μαύρη. Ίσως η πιο ασήκωτη από όλες του 2020 με κορονοϊούς, θανάτους, σεισμούς, ληγμούς, καταποντισμούς και ότι άλλο μας βρήκε στην εποχή του Κούλη.
Ξέρω, δανειζόμενοι προφανώς ατάκες Ελληνίδας μάνας θα πείτε: “Εσύ τώρα 12 τη νύχτα κάθεσαι και στεναχωριέσαι και αυτοί βγάζουν εκατομμύρια”. Δεν είναι όμως αυτό. Είναι κάτι άλλο. Αυτό το άλλο που έχει να κάνει με την παιδική μας ηλικία.
Πέρα από οποιοδήποτε σοκ παθαίνεις συνειδητοποιώντας ότι και οι Θεοί πεθαίνουν, είναι κι αυτό το γαμώτο που χάνεις σιγά – σιγά τους παιδικούς σου ήρωες. Τους ανθρώπους που ως παιδί, τους έβλεπες στο γυαλί και έλεγες “θα ‘θελα να γίνω μια μέρα σαν κι αυτόν. Οι εμπνευστές της καθημερινότητας. Αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν. Και ο Μαραντόνα ήταν ένας από αυτούς.
Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος σε ενέπνεε όχι μόνο για να βλέπεις καλό ποδόσφαιρο. Ήταν και αυτό το διαφορετικό που είχε εκτός αγωνιστικών χώρων. Η εξέλιξή του, στις χωμάτινες αλάνες που κλώτσησε για πρώτη φορά τη μπάλα, ωραία χρόνια. Ρομαντικά. Το έκανες κι εσύ. Θυμάσαι; Δύο μπουφάν για εστίες και δώστου να γίνεις Μαραντόνα έστω για λίγο. Ναι, ο τύπος αυτός με την περίεργη χαίτη, το αλάνι, ο τσόγλανος, είναι οι πρώτες μου ποδοσφαιρικές θύμησες.
Προφανώς και το Μουντιάλ του Μexico 86′ είναι το πρώτο που θυμάμαι από την εξω-Ηρακληδέικη ποδοσφαιρική ζωή των παιδικών μου χρόνων. Και το θυμάμαι για τρεις λόγους. Ο πρώτος ήταν αυτό που σήμερα κάνουν ορισμένοι για το ΝΒΑ και δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο. Το ξενύχτι.
Ναι παρά το γεγονός ότι η ΦΙΦΑ έβαζε τους ποδοσφαιριστές των ομάδων να παίζουν σε υψόμετρο και κάτω από φοβερή ζέστη για να βλέπουν τηλεοπτικά τα παιχνίδια στην Ευρώπη, εδώ ότι και να κάναμε ήταν…νύχτα. Βαθιά νύχτα. Τόσο νύχτα που θυμάμαι να αράζω στον καναπέ με τον πατέρα μου, να κλείνουν τα μάτια μου κι εκείνος καταλαβαίνοντας την δίψα μου να θαυμάσω το μεγαλείο του ποδοσφαίρου, μου λεγε: “Πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου και θα δεις πως θα ξυπνήσεις”. Καλοκαίρι γαρ.
Τώρα που το σκέφτομαι, δεν χρειαζόταν κανένας λόγος να κάθομαι να ξενυχτώ αφού, όλα τα ματς τα γράφαμε στο βίντεο. Φυσικά κανένας μέχρι σήμερα, δεν έχει κάτσει να δει αγώνα μαγνητοσκοπημένο γνωρίζοντας εκ τον προτέρων το αποτέλεσμα, αλλά εκείνα τα δύσκολα βράδια, ίσως θα μπορούσε να φανεί λίγο χρήσιμο.
Ο δεύτερος λόγος ήταν το στάδιο Αζτέκα. Ακόμη δεν έχω καταλάβει τι μαλακία ήταν εκείνη η σκιά σαν ήλιος που έπεφτε ακριβώς πάνω στο κέντρο του γηπέδου.
Και ο τρίτος λόγος φυσικά, ήταν ο Μαραντό*. Αυτόν που όταν τραβιόμασταν στις αλάνες τρέχαμε να μιμηθούμε. Αυτή την μπαλαδόφατσα, αυτό το αλάνι. Συνεπαρμένος και συνηθισμένος από το στυλ του παιχνιδιού ένας σούπερ παίκτης – μια καλή ομάδα και ορμώμενος φυσικά από τις παραστάσεις του Χατζηπαναγή, θυμάμαι όλα του τα γκολ στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Αποχαιρετώ λοιπόν αυτόν τον ήρωα των παιδικών μου χρόνων, ανάμεσα σε χιλιάδες λέξεις που έχω γράψει σημερα με ένα τραγούδι. Το δικό του τραγούδι, στο οποίο υπάρχει η πιο ωραία περιγραφή τέρματος που έχει ακουστεί ποτέ σε τηλεόραση για το πιο ωραίο γκολ που μπήκε ποτέ σε οποιοδήποτε γήπεδο.
Al poco que debutó
Maradó, Maradó
la doce fue quien coreó
Maradó, Maradó
*Btw τώρα δα, θυμήθηκα έναν ακόμη λόγο που μου έχει μείνει στη μνήμη εκείνο το Μουντιάλ. Γιατί κατά τις ημέρες του τουρνουά κάποιος παπάρας σεισμολόγος, όνομα δεν θυμάμαι, είχε βγάλει μια βρώμα ότι επίκειται στη Θεσσαλονίκη μεγάλος σεισμός, όμοιος με εκείνον του 78′ που πάλι είχε Παγκόσμιο Κύπελλο. Φυσικά τον παπά τον φάγανε πολλοί κι αντι να δούνε ματς, την βγάλαν στα παγκάκια.