Με αφορμή τις πρόσφατες συσκέψεις για την αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό, που συγκάλεσε ο νέος Υφυπ. Αθλητισμού κ. Αυγενάκης και συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο νέος ΓΓΑ Γ. Μαυρωτάς, εκπρόσωποι της Αστυνομίας, των Αρχών και του επαγγελματικού ποδοσφαίρου , οφείλουμε να καταγράψουμε τα παρακάτω:
- Δεν υπάρχει κανένα πολιτικό πλαίσιο της νέας κυβέρνησης της ΝΔ για την αντιμετώπιση του θέματος (και όχι πια «φαινομένου»). Καμιά απολύτως κυβερνητική θέση, έστω και μετεκλογική, η οποία θα αποτελούσε την απαρχή μιας συζήτησης ή έστω διαβούλευσης! Όλα στο πόδι, γενικόλογα και αερολογίες!
- Από τους συμμετέχοντες και τις σχετικές ανακοινώσεις-δελτία τύπου προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι μοναδικό γιατροσόφι, για τη νέα πολιτική ηγεσία του αθλητισμού είναι η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ, με την αναγκαία συνδρομή των δυνάμεων ασφαλείας. Καμιά ανάλυση, καμιά συμμετοχή άλλων φορέων (πχ ΤΕΦΑΑ). Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για την πρόσκληση και συμμετοχή στο διάλογο άλλων κομμάτων ή των ίδιων των οπαδών (οργανωμένων ή μη)
- Οι συζητήσεις περιορίσθηκαν σε διαβεβαιώσεις για την επόμενη μέρα. Το “επιτελικό κράτος” θα τα λύσει όλα και στον αθλητισμό. Αμφιβάλλουμε αν οι συμμετέχοντες γνωρίζουν το σύνολο των αυστηρότατων νομοθετικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της βίας με αφορμή τον αθλητισμό, του ν. 2725/1999 όπως συμπληρώθηκαν και ισχύουν.
Όμως, το ιστορικό των διαδοχικών συγκρούσεων μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη σημασία, παρ’ όλα αυτά μια πιο βαθιά ανάγνωση του επιπέδου βίας του τελευταίου διαστήματος αναδεικνύει πως πλέον καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ριζικά διαφορετικές καταστάσεις.
Μεγάλες διαστάσεις έχουν πάρει τα φαινόμενα βίας ανάμεσα στους διάφορους οπαδικούς στρατούς, την τελευταία διετία. Ο αυξημένος κίνδυνος ακόμη και απώλειας ανθρώπινων ζωών αναστάτωσε τα ανώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης και της ΕΛ.ΑΣ. Το ιστορικό των διαδοχικών επιθέσεων μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη σημασία, παρ’ όλα αυτά μια πιο βαθιά ανάγνωση του επιπέδου βίας του τελευταίου διαστήματος αναδεικνύει πως πλέον καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ριζικά διαφορετικές καταστάσεις.
Μέχρι τώρα, το σκηνικό μοιάζει λίγο πολύ γνώριμο με ό,τι είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. “Επιτέθηκες σε σύνδεσμό μου – θα επιτεθώ στον δικό σου” και τούμπαλιν. Οι καταγγελίες για ξυλοδαρμούς ΑμΕΑ, σβήσιμο καπνογόνου στο κεφάλι θεατή, μαχαιρώματα συγγενών των αθλητριών και άλλα πολλά, αναδεικνύουν πως το “γαϊτανάκι” της οπαδικής βίας θέτει σε κίνδυνο εν γένει τον αθλητισμό και τον κόσμο που τον αγαπάει.
Το σίγουρο είναι ότι η ένταση της οπαδικής διαμάχης προσέλκυσε τα φώτα της δημοσιότητας και ανάγκασε την αστυνομία να προχωρήσει σε αιφνιδιαστικές εφόδους σε συνδέσμους οργανωμένων οπαδών, χωρίς ουσιατικά αποτελέσματα. Οι διαβεβαιώσεις προς τον αρμόδιο υφυπουργό για άμεση καταπολέμηση της διαφαινόμενης βεντέτας, ακόμα και αν γίνουν πράξη και αποφευχθεί η εκ νέου όξυνση το επόμενο διάστημα, αναμφισβήτητα δεν αρκούν για την αντιμετώπιση του φαινομένου της οπαδικής βίας εις βάθος.
Τα επιφανή στελέχη των διοικήσεων των ΠΑΕ, όμως, όχι απλώς φαίνεται να μην επηρεάζονται από τις εν λόγω εξελίξεις, αλλά αντίθετα ωθούν (ακόμα και με άμεσο τρόπο) στην περαιτέρω όξυνση της αντιπαράθεσης, για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Στην πράξη, πρόκειται για τους «χούλιγκαν» με γραβάτα, που είναι ακόμη πιο επικίνδυνοι από αυτούς με τα ρόπαλα, τα μαχαίρια και τις μολότοφ.
Διαλύοντας «αστικούς μύθους»
Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν για τον χουλιγκανισμό και το “οπαδικό ζήτημα” σε παγκόσμια κλίμακα. Η τρέχουσα επιθετικότητα ανάμεσα στα ελληνικά στρατόπεδα όμως, θα μας περιορίσει στην ανάλυση του φαινομένου στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων. Δηλαδή στην Ελλάδα της διάλυσης των κοινωνικών αξιών, της γενικευμένης βίας και της δυσθεώρητης οικονομικής κρίσης.
Αρχικά, όπως αναφέρεται σε όλα τα εγχώρια και μη αφιερώματα-ντοκιμαντέρ που ασχολήθηκαν με τον ελληνικό χουλιγκανισμό, η χώρα μας χαρακτηρίζεται από μια παγκόσμια ιδιαιτερότητα. Το μίσος που επικρατεί στο αθλητικό και οπαδικό γίγνεσθαι της Ελλάδας δεν εφορμάται από κάποια κοινωνική, πολιτική ή εθνική αιτία, όπως σχεδόν παντού έχουμε συνηθίσει στο υπόλοιπο στερέωμα. Στην Ευρώπη και τον κόσμο λοιπόν, τα παραδοσιακά ντέρμπι και οι αιώνιες αντιπαλότητες μεταξύ αθλητικών σωματείων και συνδέσμων οπαδών πατάνε πάνω σε διαφορετικής φύσεως αιτίες πάντα όμως σε σαφή κοινωνικά θεμέλια .
Το Ρεάλ – Μπαρτσελόνα, αποτυπώνει τις εθνικές διαφορές μεταξύ Ισπανίας και Καταλονίας. Το Σέλτικ – Ρέιντσερς, στη Σκοτία, τις θρησκευτικές διαμάχες εντός του σκοτσέζικου πληθυσμού και τη διαφορετική προσέγγιση απέναντι στον Αγγλικό ιμπεριαλισμό. Το Ρόμα – Λάτσιο στην ιταλική πρωτεύουσα στηρίζεται σε διαφορετικές πολιτικές συντεταγμένες μεταξύ των σωματείων. Η διαμάχη των ιταλικών ομάδων του “πλούσιου” Βορρά με τις ομάδες του “αδικημένου” ιταλικού νότου, έχει ως αίτιο τη “γεωγραφική αντιπαράθεση” με σαφές όμως το ταξικό κριτήριο. Οι ιστορικές αντιπαλότητες στο αρχαιότερο πρωτάθλημα του κόσμου, αυτό της Αγγλίας, όλες και πάλι έχουν να κάνουν με την έντονη ταξική διαστρωμάτωση της εκάστοτε πόλης και περιοχής. Ίδιο σκηνικό και στην Αργεντινή όπου το Μπόκα Τζούνιορς – Ρίβερ Πλέιτ, στηρίχθηκε ιστορικά σε ταξικές-πολιτικές διαφορές. Τέλος, ακόμα και το μεγαλειώδες ντέρμπι μεταξύ Ερυθρού Αστέρα και Παρτίζαν στη Σερβία, βρίσκει την ιστορική του ρίζα σε πολιτικές διαφορές των δύο σωματείων (παρότι αυτές πλέον έχουν μηδενιστεί).
Στην Ελλάδα, αν θέλουμε να ρίξουμε φως πάνω στα αίτια της εκάστοτε οπαδικής διαμάχης, πρέπει –μακριά από οπαδικές προτιμήσεις– να δούμε πως καμία κοινωνιολογική αιτία δεν μπορεί να “υποστηρίξει” ικανοποιητικά το εκατέρωθεν μίσος μεταξύ των οργανωμένων οπαδών σε πόλεις και χωριά της χώρας. Αντίθετα, μιλάμε για ένα παιχνίδι βίας που απορρέει αποκλειστικά από τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και τα βρώμικα παιχνίδια του επαγγελματικού αθλητισμού.
Με μια ιστορική ματιά μπορούμε να διακρίνουμε πως αρχικά όλα τα ελληνικά σωματεία ιδρύθηκαν από επιφανείς αστούς Έλληνες και αθλητές, ενώ παρά τις διαφορετικές ταξικές αφετηρίες των φιλάθλων που στήριξαν τον εκάστοτε αθλητικό οργανισμό, η κατάληξη ήταν κοινή για όλους: Κάθε ελληνική ομάδα αγαπήθηκε από ένα διαστρωματικό κοινό οπαδών και οι όποιες ταξικές διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες φιλάθλους πολύ γρήγορα αλλοιώθηκαν. Ανάμεσα σε καμία ιστορική κόντρα ελληνικών σωματείων δεν βρίσκεται κάποιο πολιτικό ή θρησκευτικό αίτιο. Τα καταστατικά κάθε αθλητικής ομάδας στην Ελλάδα, είναι κοινά όσον αφορά τα πολιτικά τους ιδεώδη (“πίστη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία”), την αντίθεσή τους στο ρατσισμό, τον φασισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές περιπτώσεις, κανένα ελληνικό σωματείο δεν στάθηκε ανοιχτά υπέρ ή ενάντια κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής θέσης σε στιγμές “εθνικής διαμάχης”. Για παράδειγμα καμία ομάδα δεν πήρε επίσημα ιστορική θέση στους εμφυλίους πολέμους κατά την περίοδο (‘45 – ‘49), ενώ αθλητές κάθε χρώματος στήριξαν τη μία ή την άλλη πλευρά. Ακόμα και η “διαμάχη” Αθήνας – Θεσσαλονίκης, που συχνά αποτυπώνεται στον αθλητισμό, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. Ισπανία – Καταλονία). Για να καταλάβουμε, λοιπόν, ένα ατέλειωτο μίσος μεταξύ των ελληνικών οπαδικών στρατών, το οποίο δεν μπορεί να αναλυθεί παρά μόνο μέσα από μια βαθύτερη ακτινογράφηση της ελληνικής κοινωνίας και του αθλητισμού, χρειάζεται σύνεση, ψυχραιμία και προσπάθεια κατανόησης ενός φαινομένου που για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας φαντάζει ακατανόητο.
Βασική αρχή λοιπόν, για μια πολιτική και κοινωνική γραμμή που αρχικά θα κατανοεί την όλη κατάσταση και στη συνέχεια θα καταφέρνει να την καταπολεμά και να την αντιστρέφει, είναι η απομάκρυνση από το λόγο μας θέσεων και διατυπώσεων βιαστικών και ελιτίστικων. Θέσεις και διατυπώσεις που αντικατοπτρίζουν μεν τις προσωπικές μας ιδέες, αλλά όχι την πραγματικότητα. Πολλές τέτοιες διατυπώσεις ακούμε συχνά στα κυρίαρχα μέσα, με αποτέλεσμα η μέση κοινή γνώμη να μην μπορεί να αφουγκραστεί το τι πραγματικά συμβαίνει στο συγκεκριμένο “κοινωνικό πόλεμο”. Η συζήτηση για το οπαδικό ζήτημα, διαχέεται δυστυχώς από συγκεκριμένους μύθους, οι οποίοι δεν είναι απλά παραπλανητικοί αλλά και επικίνδυνοι. Οι κυριότεροι είναι οι εξής:
Μύθος 1:“Στο ίδιο έργο θεατές – ό,τι γινόταν πάντα, γίνεται και τώρα”. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα… Αλλά δεν χρειάζεται να είσαι ενεργός οπαδός για να καταλάβεις ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μόνιμη και σταθερή κλιμάκωση της βίας σε ό,τι έχει να κάνει με την οπαδική διαμάχη. Για να “συγκρίνουμε” τα επίπεδα βίας στο πέρασμα των χρόνων, δεν αρκεί μια επιφανειακή ανάγνωση των γεγονότων. Απαιτείται η ανάλυση της συχνότητας, του επίπεδου βίας, του βαθμού οργάνωσης των εμπλεκόμενων και μάλιστα η συσχέτισή τους με την οργανωτική αναβάθμιση της αστυνομίας και τη σκλήρυνση του ποινικού κώδικα. Χαρακτηριστικά, οργανωμένος οπαδός ομάδας της πρωτεύουσας χρησιμοποιεί ένα απλό παράδειγμα. Παλιά όταν οπαδοί έστηναν καρτέρι για να βρουν ανθρώπους που φορούσαν οπαδικά ρούχα αντίπαλης ομάδας, τους πλησίαζαν – τους απειλούσαν και τους έπαιρναν ως λάφυρο ένα ή περισσότερα οπαδικά αξεσουάρ, χαρίζοντας τους και ένα συνήθως ελαφρύ χέρι ξύλο. Τώρα, όπως αναφέρει, “πολύ συχνά τους αποσπούν μπλούζες – παντελόνια – κινητό και λεφτά, τους ξυλοκοπούν έντονα είτε αντιδράσουν είτε όχι, ενώ κάποιες φορές τους μαχαιρώνουν και στο πόδι ως ένδειξη υπέρτατης ταπείνωσης”.
Μύθος 2:“Πίσω από όλα αυτά βρίσκονται 10-15 ανεγκέφαλοι”. Πρόσβαση στον ακριβή αριθμό των οργανωμένων οπαδών στην Ελλάδα, πολλώ δε μάλλον στο ποσοστό εκείνο που διαθέτει τη “βούληση” να εμπλακεί σε “σκηνικά πολέμου”, δεν μπορούμε να αποκτήσουμε. Παρόλα αυτά, μια βόλτα στον τρομακτικό κόσμο του Youtube, όπου συχνά αποτυπώνεται η δράση οπαδικών στρατών, προσφέρει μια ματιά στα πραγματικά δεδομένα του φαινομένου. Όταν, με χαρακτηριστική ευκολία, μικρομεσαίες ομάδες της επαρχίας μπορούν να μαζέψουν 100 και 150 άτομα για διεξαγωγή σκληρών επεισοδίων, μπορούμε μόνο να φανταστούμε τη πραγματική δυναμική των μεγαλύτερων στρατών οργανωμένων οπαδών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Μύθος 3:“Η οπαδική ιδιότητα αποτελεί αντρικό προνόμιο”. Αναμφισβήτητα η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων εκείνων που ασχολούνται φανατικά με τον οπαδισμό ή και τον χουλιγκανισμό, είναι γένους αρσενικού, όπως μας διαβεβαιώνει οπαδός από τη πόλη της Θεσσαλονίκης. Όμως τα τελευταία χρόνια, δεν είναι λίγες οι γυναίκες που αφιερώνουν χρόνο στις γηπεδικές και εξω-γηπεδικές οπαδικές ασχολίες. Μέλη των συνδέσμων είναι πολλές γυναίκες, οι οποίες δεν αποκλείεται μάλιστα, να έχουν το δικό τους ξεχωριστό ρόλο σε διάφορα “σκηνικά βίας” π.χ. τσίλιες, περιπολίες, παρακολουθήσεις “εχθρικών συνδέσμων” κ.λπ. Σίγουρα το γεγονός αυτό παρουσιάζει έντονο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, καθώς γεννάει το ερώτημα του πώς γίνεται γυναίκες να συμμετέχουν σε έναν χώρο βαθιά σεξιστικό όπου η “ματσίλα και η αρρενωπότητα” αποτελούν ένδειξη τιμής.
Μύθος 4 :“Οι οπαδοί δεν είχαν ποτέ αξίες και ηθικούς φραγμούς”. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον κώδικα αξιών που παλιότερα υιοθετήθηκε από τους οργανωμένους οπαδούς. Αυτό όμως που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι πλέον μέχρι και εκείνος έχει σχεδόν απαλειφθεί. Για παράδειγμα, παλιότερα το “ξυλοφόρτωμα” σε γυναίκες και παιδιά θεωρούνταν οπαδικό στίγμα που μάλιστα δύσκολα ξεπλένεται. Στις μέρες μας, μπορεί να μην αποτελεί δείγμα “περηφάνιας” αλλά δεν αποτελεί και κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό παράπτωμα. Εξαιτίας αυτού του τελευταίου σημείου είναι που σημειώνεται συχνά πυκνά ένας “ελαφρύς εμφύλιος” ανάμεσα στην παλιά φρουρά των συνδέσμων και τη νέα γενιά. Όπως συχνά ακούγεται σε οπαδικές εκπομπές όπου φιλοξενούνται, “ηγετικές-γερασμένες μορφές των εκάστοτε οπαδικών στρατών”, η κριτική που ασκούν οι μεγαλύτεροι οπαδοί στους νεαρότερους είναι συχνά σκληρή. Όπως αναφέρεται, για πολλούς οπαδούς που αφιέρωσαν πολλά χρόνια στις εξέδρες του γηπέδου, η κατάσταση πλέον είναι απλησίαστη, λόγω της τυφλής βίας, της διευρυμένης χρήσης σκληρών ναρκωτικών και της χειραγώγησης των συνδέσμων από τις διοικήσεις. Η ιδέα όμως ότι η “ομάδα πρέπει να μπαίνει πάνω απ’ όλα” συχνά λειτουργεί ως σιγαστήρας για εκείνες τις φωνές.
Αποφεύγοντας την τρομολαγνεία των επίσημων Μέσων, πρέπει να διαπιστώσουμε πως στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας υπάρχει και λειτουργεί ένας παράλληλος κόσμος ο οποίος διαθέτει την δική του διάλεκτο, αφηγείται τις δικές του ιστορίες, δίνει τους δικούς του αγώνες, πιστεύει στα δικά του ιδανικά. Το πως μπορεί η Αριστερά να απαγκιστρώσει αυτό το κοινωνικό δυναμικό από μια μάχη που καταδικάζει τα παιδιά των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων στο ατέρμονο κυνήγι της ουράς τους είναι πολύ μεγάλο θέμα. Το σίγουρο είναι πέρα από τη συνολική καταδίκη του Επαγγελματικού Αθλητισμού, να αντιμετωπίσουμε το βασικό δόγμα που επικρατεί σε όλους τους “μεγάλους” οπαδικούς στρατούς της χώρας και τονίζει πως “Η ΟΜΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ” . Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στο “NO POLITICA”, το οποίο ανοίγει διαύλους για τα ακροδεξιά στοιχεία να παρεισφρήσουν εντός των οργανωμένων οπαδών. Αλλά στην άμεση ή έμμεση επικράτηση της λογικής, ότι οποιαδήποτε και αν είναι η κοινωνική-πολιτική σκέψη μιας οργανωμένης εξέδρας δεν μπορεί και δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στην υπεράσπιση του εμβλήματος και του χρώματος. Τουλάχιστον στη παρούσα φάση του οπαδικού “κινήματος”, κανένα κοινωνικό ζήτημα δεν φαίνεται πως μπορεί να ενοποιήσει τις διαφορετικές ομάδες οπαδών σε μια κοινή ανατρεπτική κατεύθυνση απέναντι στη σαπίλα του επαγγελματικού αθλητισμού αλλά και της ευρύτερης καθημερινότητας. Μακάρι να μπορεί να βρεθεί εκείνη η μεθοδολογία σκέψης και πρακτικής που θα αλλάξει τα δεδομένα και θα ενοποιήσει συνολικά το κόσμο των γηπέδων προς την εξυπηρέτηση των ταξικών συμφερόντων του.
ΠΟΙΟΣ ΦΤΑΙΕΙ;
Πίσω από κάθε μεγάλο κοινωνικό ζήτημα, βρίσκονται τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά κίνητρα και η ροή χρήματος και ψήφων. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγαλοεπιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται τόσο στο ΄χωρο της πολιτικής όσο και των ΜΜΕ επιδιώκουν αργά ή γρήγορα να γίνουν αφεντικά σε ΠΑε και ΚΑΕ, δίχως να τσιγγουνεύονται τη σπατάλη εκατομμυρίων ευρώ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιοκτήτη ΠΑΕ, ο οποίος ενώ ελέγχεται για τη μη καταβολή νόμιμων εισφορών στους εκατοντάδες εργαζόμενους της επιχείρησής του, φέρεται να ξοδεύει εκατομμύρια για την απόκτηση των μετοχών της ΠΑΕ. Το οπαδικό με τη σειρά του δεν αποτελεί εξαίρεση. Το “κοινό μυστικό” περί αλληλοδιαπλοκής συνδέσμων οργανωμένων οπαδών και διοικήσεων, σύμφωνα με οργανωμένο οπαδό ομάδας Θεσσαλονίκης έχει πολλαπλές διαστάσεις. Η πρώτη και βασικότερη διάσταση είναι η εξής: Οι σύνδεσμοι, ακόμα και εντός της ίδιας ομάδας, κατατάσσονται σε εκείνους που διατηρούν προνομιακές σχέσεις με τον εκάστοτε “ισχυρό άνδρα” της ΠΑΕ και συνεπώς χρήζουν ιδιαίτερες απολαβές και σε εκείνους, που για τους δικούς τους λόγους, δεν εναρμονίζονται με την κεντρική διοίκηση. Το βασικό ζήτημα, όπως μας ενημερώνει ο ίδιος οπαδός, είναι ότι σε όλες τις ομάδες οι σύνδεσμοι (με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις) μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν από τις εκάστοτε ΠΑΕ. Είναι πολλά τα παραδείγματα εκείνα όπου είτε “επιτήδειοι” θησαυρίζουν με τη στήριξη των μεγαλοδιοικούντων από εμπόριο ναρκωτικών εντός των συνδέσμων είτε έχει σημειωθεί “υπεξαίρεση” χρημάτων από ορισμένους είτε τέλος υπάρχει επίσημη χρηματοδότηση της διοίκησης για την κάλυψη “οπαδικών εξόδων” (μετακινήσεις, κορεό κ.ά.).
Δεύτερη διάσταση, που συχνά μας διαφεύγει, αποτελεί η σχετικά “αυτόνομη” επιχειρηματική λειτουργία των συνδέσμων. Σύμφωνα με οργανωμένο οπαδό του Παναθηναϊκού, “ο οπαδικός έλεγχος μιας περιοχής έναντι του αντίπαλου στρατοπέδου, συνεπάγεται και οικονομικό έλεγχο αυτής. Προστασία μαγαζιών, πόρτα σε clubs, security σε συναυλίες κ.ά.”. Η εκτίμηση αυτή έρχεται να επιβεβαιωθεί από τη Θεσσαλονίκη, από όπου πληροφορούμαστε ότι σε νυχτερινά μαγαζιά που είναι γνωστό πως αποτελούν “στέκι” οπαδών και άρα βρίσκονται υπό συγκεκριμένη “προστασία”, είναι σχεδόν αδύνατον ακόμα και να ελεγχθούν οικονομικά από την Εφορία. Τέλος, πληροφορίες έρχονται και για συσχέτιση των λεγόμενων ξεκαθαρισμάτων της νύχτας (ανατινάξεις μαγαζιών κ.λπ.) με τον “υπόγειο οπαδικό κόσμο”.
Από όλα τα παραπάνω, αλλά και από άλλα πολλά που μακάρι να μπορούσαν να γραφτούν στον δημόσιο Τύπο, δεν χρειάζεται να είσαι μυημένος στο χώρο για να αναδείξεις ως βασικούς (όχι μοναδικούς όμως) υπεύθυνους τους λεγόμενους “Χούλιγκανς με γραβάτες”. ΠΑΕ, μεγαλοδημοσιογράφοι και τα επιτελικά κλιμάκιά τους, γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια δέκα φορές περισσότερα από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Για να είμαστε καθαροί, δεν είναι ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, αλλά αντίθετα δεν θέλουν γιατί πολύ απλά έχουν ξεκάθαρα οφέλη. Πράγματι, αν μπορείς να χειραγωγείς πολιτικά και οικονομικά μια τόσο μεγάλη και καλά οργανωμένη μερίδα κόσμου γιατί να μην το κάνεις;
Παρόλα αυτά, το βασικό, όπως αποδεικνύεται, είναι να τεθεί πλατιά στη κοινωνία το εξής απλοϊκό ερώτημα: Όταν συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, όταν διοικητικοί παράγοντες σκάνε στο γήπεδο με όπλα, κατηγορούνται για εμπόριο ναρκωτικών, αφήνουν γυναικεία εσώρουχα σε πάγκους αντιπάλων και άλλα πολλά, έχει πραγματικά νόημα να συζητάμε ποιος ευθύνεται κυρίαρχα για την όξυνση της οπαδικής βίας;
Η Συντακτική Ομάδα